αδόλωτος

αδόλωτος
-η, -ο
αυτός που δε δολώθηκε: Ψάρευε με αγκίστρι αδόλωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδόλωτος — η ο (Μ ἀδόλωτος, ον) [δολώνω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν εφοδιάστηκε με δόλωμα («αγκίστρι αδόλωτο») 2. άδολος, ανόθευτος («αδόλωτο κρασί») μσν. ειλικρινής, αγνός, αθώος, γνήσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”